τιναγμοῦ

τιναγμοῦ
τιναγμός
shaking
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιναγμός — ο, ΝΑ [τινάσσω] 1. βίαιη και απότομη κίνηση, τίναγμα 2. διάσειση, τράνταγμα δένδρου για την κατάρριψη καρπών 3. φρ. «κέντρο τιναγμού» φυσ. σημείο ενός στερεού σώματος που μπορεί να στρέφεται ελεύθερα γύρω από σταθερό άξονα και το οποίο είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”